μπεζ

μπεζ
ο, η, το
(άκλιτο)
1. αυτός που έχει χρώμα όμοιο με το φυσικό χρώμα τού μαλλιού
2. το ουδ. ως ουσ. το μπεζ
είδος χρώματος καφέ ανοιχτού, το φυσικό χρώμα τού μαλλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. beige, αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < ιταλ. bigio «γκρίζο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μάρμαρο — Ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης με σακχαρώδεις κόκκους, ο οποίος προέκυψε ύστερα από έντονες διεργασίες μεταμόρφωσης. Αυτές επέφεραν μια πλήρη ανακρυστάλλωση του ανθρακικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί τη μάζα του πετρώματος· επίσης είναι συχνή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”